-
1 включить
включить 1) (в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω 2) (привести в действие) βάζω (μπρος) ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.); \включить мотор βάζω μπρος το μοτέρ \включить радио ανοίγω (или ανάβω) το ράδιο \включиться (присоединиться) παίρνω μέρος, συμμετέχω* * *1) ( в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω2) ( привести в действие) βάζω (μπρος); ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.)включи́ть мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
включи́ть ра́дио — ανοίγω ( или ανάβω) το ράδιο
-
2 двигатель
-
3 завести
завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα* * *1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπροςзавести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι
••завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία
завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα
-
4 мотор
-
5 мотор
мото́рм ὁ κινητήρας, τό μοτέρ:пустить в ход \мотор βάζω μπρος τή μηχανή, βάζω μπρος τό μοτέρ. -
6 микродвигатель
1. (двигатель малой тяги) о μικροκινητήρας 2. эл. το μικρο-μοτέρ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микродвигатель
-
7 микропривод
ο μικροσκοπικός κινητήρας (μοτέρ) της κίνησης (μέχρι 500 βατ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропривод
-
8 мотор
ο κινητήρας, η μηχανή, το μοτέρ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотор
-
9 мотор-редуктор
η μηχανή/το μοτέρ με μειωτήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотор-редуктор
-
10 сервомотор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сервомотор
-
11 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
-
12 выключать
выключатьнесов (газ, свет и т. п.) διακόπτω, ἀποσυνδέω:\выключать ток κόβω τό ἡλεκτρικό ρεύμα· \выключать радио κλείνω τό ραδιόφωνο· \выключать телефон ἀποσυνδέω τό τηλέφωνο· \выключать мото́р σβύνω (или σταματώ) τό μοτέρ. -
13 двигатель
двигательм1. тех. ὁ κινήτήρας [-ήρ], τό μοτέρ:\двигатель вну́треннего сгорания ὁ κινητήρας ἐσωτερικής καύσης· реактивный \двигатель ὁ ἀεριοθούμενος κινητήρας· паровой \двигатель ὁ ἀτμοκινητήρας·2. перен τό κίνη-τρο[ν]. -
14 моторный
моторн||ый Iприл κινητήριος:\моторный вагой τό βαγόνι μέ μοτέρ· \моторныйая лодка ἡ βενζινάκατος.моторный IIприл психол., φ из иол. κινητικός, κινητήριος. -
15 реветь
реветьнесов1. μουγγρίζω/ οὐρλιάζω (о волке, собаке и т. п.) I βρυχώμαι (о льве)/ γκαρίζω (об осле, муле)/ βουίζω (о машинах и т. п.):корова ревет ἡ ἀγελάδα μουγγρίζει· моторы ревут τά μοτέρ βουίζουν волны ревели τά κύματα μούγγριζαν2. (громко плакать) разг σκούζω, κλαίω γοερά. -
16 регулированиеовать
регулирование||оватьнесов κανονίζω, τακτοποιώ, ρυθμίζω, διακανονίζω, διευθετώ/ ρεγουλάρω (мотор, механизм):\регулированиеоватьовать взаимные отношения ρυθμίζω τίς ἀμοιβαίες σχέσεις· \регулированиеоватьовать у́лнчное движение ρυθμίζω τήν τροχαία κίνηση· \регулированиеоватьовать мотор ρεγουλάρω τόν κινητήρα, ρεγουλάρω τό μοτέρ. -
17 сдавать
сдавать Iнесов1. (передавать) (πα-ρα)δίνω, παραδίδω:\сдавать дела παραδίδω (τήν ὑπηρεσία μου) σέ ἄλλον \сдавать вещи в багаж παραδίδω στό βαγόνι ἀποσκευών2. (внаем, в аренду) (έ)νοικιάζω, ἐκμισθώνω·3. (крепость, город и т. п.) παραδίδω, (παρα)δίνω:\сдавать ору́жие παραδίδω τά ὅπλα, καταθέτω τά ὀπλα4. (карты) μοιράζω χαρτιά, κάνω χαρτιά·5. (сдачи) δίνω ρέστα· ◊ \сдавать экзамен δίνω ἐξετάσεις· \сдавать в архив παραδίδω (или βάζω) στό ἀρχεῖο· мотор стал \сдавать τό μοτέρ ἀρχίζει νά χαλάει.сдавать IIнесов (ослабевать) ἀδυνατίζω, ἐξασθενώ:он очень сдал после болезни ἀδυνάτισε πολύ ἀπό τήν ἀρρώστια. -
18 треск
трескм1. τό τρίξιμο[ν], ὁ τριγμός:\треск су́чьев τό τρίξιμο των κλαδιών \треск кузнечиков τό τριζόνισμα· \треск выстрелов τό κροτάλισμα τών πυροβολισμών \треск барабана ἡ τυμπανοκρουσία· \треск мотора ὁ κρότος τοῦ μοτέρ·2. (шумиха) ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ὁ πάταγος:с \треском выгнать διώχνω μετά μουσικής, διώχνω κακήν-κακώς· ◊ с \треском провалиться ἀποτυγχάνω παταγωδώς. -
19 мотор
[ματόρ] ουσ. α μοτέρ, κινητήρας -
20 мотор
[ματόρ] ουσ α μοτέρ, κινητήρας
См. также в других словарях:
μοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), κινητήρια μηχανή, ο κινητήρας: Χάλασε το μοτέρ της ραπτομηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοτέρ — το άκλ. κινητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moteur < λατ. motor, oris «κινητής < movēre «κινώ»] … Dictionary of Greek
σερβοκινητήρας — ο, Ν κινητήρας που χρησιμοποιείται σε διατάξεις αυτόματου ελέγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servomoteur < servir «υπηρετώ» + moteur «κινητήρας» (βλ. λ. μοτέρ)] … Dictionary of Greek
Βαπτσάροφ, Νικόλα — (Nicola Vaptzarov, Μπάνσκο 1909 – Σόφια 1942). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βούλγαρου ποιητή Νικόλα Γιόνκοφ (Nicola Yonkov). Το έργο του, μολονότι παρουσιάζει πολλές επιδράσεις από την ποίηση του Μαγιακόφσκι και από τον ρωσικό κυβισμό και… … Dictionary of Greek